κλεψίτυπος

κλεψίτυπος
-η, -ο
(για βιβλία, συγγράμματα) αυτός που προέρχεται από κλεψιτυπία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλεψι- (< κλέπτω) + -τυπος (< τύπος), πρβλ. κακ-έκ-τυπος, χαλκό-τυπος. Σύνθ. τού τύπου τερψί-μβροτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1870].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κλεψίτυπος — η, ο αυτός που προέρχεται από κλεψιτυπία: Το βιβλίο αυτό είναι κλεψίτυπο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κλέβω — και κλέφτω και κλέπτω (AM κλέπτω, Μ και κλέπτω και κλέβ[γ]ω και κλέφτω) 1. παίρνω κάτι που δεν μού ανήκει, αφαιρώ από κάποιον κάτι κρυφά ή με απάτη, σφετερίζομαι, καταχρώμαι, ιδιοποιούμαι, υπεξαιρώ (α. «τής έκλεψαν τα λεφτά από την τσάντα» β.… …   Dictionary of Greek

  • κλεψιτυπία — η η παράνομη, χωρίς γνώση τού συγγραφέα ή τού εκδότη, ανατύπωση και θέση σε κυκλοφορία ενός πνευματικού έργου, προς όφελος αυτού που ενεργεί την πράξη αυτή, τυποκλοπία, λαθραία ανατύπωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλεψίτυπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1886… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”