- κλεψίτυπος
- -η, -ο(για βιβλία, συγγράμματα) αυτός που προέρχεται από κλεψιτυπία.[ΕΤΥΜΟΛ. < κλεψι- (< κλέπτω) + -τυπος (< τύπος), πρβλ. κακ-έκ-τυπος, χαλκό-τυπος. Σύνθ. τού τύπου τερψί-μβροτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1870].
Dictionary of Greek. 2013.